- κίσσινον
- κίσσινονof ivyneut nom/voc/acc sgκίσσινοςof ivymasc acc sgκίσσινοςof ivyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κισσίνοις — κίσσινον of ivy neut dat pl κίσσινος of ivy masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσίνοισι — κίσσινον of ivy neut dat pl (epic ionic aeolic) κίσσινος of ivy masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσίνου — κίσσινον of ivy neut gen sg κίσσινος of ivy masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσίνων — κίσσινον of ivy neut gen pl κίσσινος of ivy fem gen pl κίσσινος of ivy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσίνῳ — κίσσινον of ivy neut dat sg κίσσινος of ivy masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίσσινα — κίσσινον of ivy neut nom/voc/acc pl κίσσινος of ivy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίσσινος — κίσσινος, ίνη, ον (Α) [κισσός] 1. αυτός που είναι φτιαγμένος από κισσό ή ξύλο κισσού («στεφανοῡν τε κρᾱτα κισσίνοις βλαστήμασιν», Ευρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κίσσινον ονομασία εμπλάστρου … Dictionary of Greek
ποτήρ — ήρος, ὁ, Α 1. το ποτήρι («ποτῆρα δ ἐν χείρεσσι κίσσινον λαβών», Ευρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «μέτρον ποιόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο τού πίνω (βλ. λ. πίνω) + επίθημα τήρ (πρβλ. δο τήρ)] … Dictionary of Greek
σκύφος — Είδος ποτηριού των αρχαίων Ελλήνων με φαρδύ στόμιο και γλυπτές παραστάσεις. Κατασκευαζόταν από διάφορες ύλες, όπως ξύλο, πηλό, ασήμι και χρυσό, ανάλογα με τα οικονομικά μέσα αυτού που τον χρησιμοποιούσε. Οι σ. αναφέρονται συχνά σε αρχαία κείμενα… … Dictionary of Greek
κιττίνοις — κισσίνοις , κίσσινον of ivy neut dat pl κισσίνοις , κίσσινος of ivy masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)